- προαναλέγω
- ΜΑ(ενεργκαι μέσ.) συλλέγω προηγουμένως («προαναλεξάμενος πᾱν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων», Γεωπ.)αρχ.αναφέρω προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀναλέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω». Η λ. με τη σημ. «αναφέρω προηγουμένως» < προ-* + ἀνά + λέγω «μιλώ»].
Dictionary of Greek. 2013.