προαναλέγω

προαναλέγω
ΜΑ
(ενεργ
και μέσ.) συλλέγω προηγουμένως («προαναλεξάμενος πᾱν λιθῶδες ἐκ τῶν βόθρων», Γεωπ.)
αρχ.
αναφέρω προηγουμένως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + ἀναλέγω «συλλέγω, συγκεντρώνω». Η λ. με τη σημ. «αναφέρω προηγουμένως» < προ-* + ἀνά + λέγω «μιλώ»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λέγω — και λέω (AM λέγω, Μ και λέω) 1. εκφράζομαι με τον προφορικό λόγο, ομιλώ, λαλώ (α. «ο καθένας είπε τις απόψεις του» β. «λεγέτω μὲν οὖν περὶ αὐτοῡ ὡς ἕκαστος γιγνώσκει», Θουκ. γ. «ἔλεξαν ὑπὲρ τῶν στρατηγῶν τάδε», Ξεν.) 2. φρονώ, νομίζω (α. «τί λες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”